γάντζωμα

γάντζωμα
το
1. ανάρτηση ή εξάρτηση κάποιου πράγματος με γάντζο
2. στενή επαφή, προσκόλληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γάντζωμα — το 1. το κρέμασμα από γάντζο. 2. μτφ., το άρπαγμα, το γράπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκίστρωμα — το [αγκιστρώνω] 1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι 2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι 3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα …   Dictionary of Greek

  • αγκίστρωμα — το, ατος πιάσιμο με άγκιστρο, γάντζωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάγκωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δαγκώνω, η δαγκωματιά: Το δάγκωμα του σκύλου στο χέρι μου ήταν αρκετά δυνατό. 2. το μάγκωμα, το γάντζωμα: Το μανίκι μου πιάστηκε στο δάγκωμα της πόρτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”